- βούληση
- Η θέληση, η επιθυμία· επίσης πρόθεση, σκοπός. Η μυθική έννοια της β., αγνοημένη κάπως από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, πολλοί από τους οποίους εκθείαζαν αντίθετα την κατάσταση της αβουλίας ή αταραξίας, απέκτησε προοδευτικά αξία με τον χριστιανισμό. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. φιλόσοφοι όπως ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε αλλά και ψυχολόγοι όπως ο Βουντ και ο Γουίλιαμ Τζέιμς εξήραν στον υπέρτατο βαθμό την επίδραση της β. στον ανθρώπινο τρόπο ύπαρξης και δράσης. Οι κλασικοί ψυχολόγοι επιχείρησαν μία εμπειρική ανάλυση της βουλητικής ενέργειας, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν ολότελα να υπερπηδήσουν τη φιλοσοφική αντίληψη που θεωρεί τη β. αυτόνομη λειτουργία της ψυχής. Στη βουλητική ενέργεια διέκριναν διαδοχικές φάσεις: συνειδητοποίηση των κινήτρων και αντικινήτρων, απόφαση που λαμβάνεται με βάση μία σειρά προκαταβολικών εικόνων και, τέλος, αποφασιστική ώθηση που υιοθετεί ένα σχέδιο δράσης αποκλείοντας άλλα. Ενώ η νεότερη ψυχολογία, κυρίως λόγω επίδρασης της ψυχανάλυσης, υποτίμησε τη λειτουργία της β., θεωρώντας την ιδιαίτερη διεργασία των ενορμήσεων του ενστίκτου, στην επικρατούσα φυσιολογική ψυχιατρική και νομική σκέψη εξακολουθούν να ισχύουν τα πορίσματα κλασικών, ψυχολογικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων, για παράδειγμα στα κριτήρια ταξινόμησης των κινήσεων, στα αίτια αλλοιώσεων της συμπεριφοράς και στην αναγνώριση του καταλογιστού.
ελευθερία της β. ή ελευθερία εκλογής. Η ικανότητα που έχουν οι άνθρωποι (αλλά και τα ζώα) να επιλέγουν έναν τρόπο ενέργειας αντί ενός άλλου. Στη φιλοσοφία, η ελευθερία της β., που αποτελεί μέρος του γενικότερου φιλοσοφικού προβλήματος της ελευθερίας, εξετάζεται στη μεταφυσική, ψυχολογική και ηθική σημασία της. Οι αντιτιθέμενες φιλοσοφικές θεωρίες γύρω από το θέμα αυτό είναι βασικά αυτή των οπαδών της ελευθερίας της β. (αυταρχία) και αυτή των αρνητών της (ετεραρχία). Για να υπάρξει ελευθερία εκλογής, δηλαδή συνειδητή εκλογή, πρέπει να υπάρξουν περισσότερα από ένα κίνητρα, περισσότερες από μία δυνατότητες εκλογής. Κατά τους οπαδούς της ελευθερίας της β., ο άνθρωπος είναι ελεύθερος στην εκλογή του και είναι δυνατόν να αποφασίσει και με βάση το ασθενέστερο κίνητρο. Κατά τους οπαδούς της ετεραρχίας ή εξαρτημένης β., η λήψη απόφασης καθορίζεται αναγκαστικά από τον νόμο της αιτιότητας, από την επικράτηση του ισχυροτέρου από τα κίνητρα της εκλογής. Κατά την αντίληψη αυτή που στηρίζεται στα δεδομένα της επιστημονικής ψυχολογίας, δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτα ελεύθερη β., δηλαδή β. μεταφυσικού χαρακτήρα, αλλά ο άνθρωπος κατευθύνεται σε κάθε βουλητική του ενέργεια από φυσιολογική ή ψυχολογική αιτιοκρατία.
(Νομ.) Η β. παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στο αστικό όσο και στο ποινικό δίκαιο. Στο αστικό ενδιαφέρει τις συμβάσεις και τις μονομερείς δικαιοπραξίες τόσο η ύπαρξη β. για το κύρος και την ερμηνεία του περιεχομένου τους όσο και η δήλωση της β. κατά τον τρόπο που απαιτείται για κάθε είδος δικαιοπραξίας, προκειμένου να ολοκληρωθεί και να υπάρξει. Για παράδειγμα, η διαθήκη χρειάζεται τη β. του διαθέτη, δηλωμένη είτε σε ένα ιδιόγραφο κείμενο είτε σε μία συμβολαιογραφική πράξη κλπ., ανάλογα με τον τύπο της. Η έλλειψη βουλητικής ικανότητας και η ύπαρξη ελαττωμάτων της β. (π.χ. πλάνη, εξαναγκασμός σε μία πράξη με απειλή, παρεμβολή απατηλών παραστάσεων κλπ.) επιδρούν στο κύρος της δικαιοπραξίας και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δημιουργούν υποχρέωση για αποζημίωση.
Στο ποινικό δίκαιο, η β. συνδέεται άμεσα με το αδίκημα όπου απαιτείται δόλος για την πραγματοποίησή του. Ο δόλος ακριβώς συνίσταται στη γνώση και τη β. (θέληση) της πράξης που αποτελεί το αδίκημα· π.χ. η ανθρωποκτονία προϋποθέτει να γνωρίζει ο δράστης ότι πιέζοντας τη σκανδάλη θα πυροβολήσει το θύμα και θα το σκοτώσει και να θέλει το αποτέλεσμα αυτό. Στην κλοπή πρέπει να θέλει να κάνει δικό του το ξένο πράγμα κλπ. Η β. ενδιαφέρει γενικά για την ικανότητα καταλογισμού, γιατί η έλλειψη της βουλητικής ικανότητας (παράφρων, άτομο που βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, μεθυσμένος) αποκλείει τον καταλογισμό.
* * *η (AM βούλησις) [βούλομαι]1. θέληση, επιθυμία2. πρόθεση, σκοπόςνεοελλ.1. η ικανότητα του υποκειμένου να αντιδρά στην κατάστασή του (ορμή, άμεση αντίδραση σε μια κατάσταση, προσπάθεια για έναν σκοπό, απόφαση και συγκέντρωση της θέλησης προς τον σκοπό)2. φρ. α. «δήλωση βουλήσεως» — δήλωση με την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιδιώκει να επιφέρει έννομα αποτελέσματαβ. «κατά βούλησιν» — στρατιωτικό, παράγγελμα που παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολήςαρχ.η σημασία ενός ποιήματος ή μιας λέξης.
Dictionary of Greek. 2013.